- παιδίσκῃ
- παιδίσκηyoung girlfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παιδίσκη — young girl fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδίσκη — η (ΑΜ παιδίσκη) 1. νεαρή κόρη, κοράσιο, κορίτσι, παιδούλα 2. υπηρέτρια («τύπτειν τοὺς παῑδας καὶ τὰς παιδίσκας», ΚΔ) αρχ. 1. νεαρή δούλη, σκλάβα («ἐκεῑθεν δὲ παιδίσκην ἀστῆς ἐξαγαγὼν ἁλίσκεται», Λυσ.) 2. πόρνη («αἱ δημόσιαι παιδίσκαι», Αθήν) 3.… … Dictionary of Greek
παιδίσκαι — παιδίσκη young girl fem nom/voc pl παιδίσκᾱͅ , παιδίσκη young girl fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδισκέων — παιδίσκη young girl fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδισκῶν — παιδίσκη young girl fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδίσκαις — παιδίσκη young girl fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδίσκην — παιδίσκη young girl fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδίσκης — παιδίσκη young girl fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδισκάριον — παιδισκάριον, τὸ (Α) [παιδίσκη] υποκορ. τού παιδίσκη … Dictionary of Greek
παιδίσκας — παιδίσκᾱς , παιδίσκη young girl fem acc pl παιδίσκᾱς , παιδίσκη young girl fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)